λαιμοτομεω

λαιμοτομεω
    λαιμοτομέω
    λαιμο-τομέω
    1) перерезывать горло
    

(λ. ἑαυτόν Plut.)

    2) отрубать голову
    

(λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαιμοτομεω" в других словарях:

  • λαιμοτομοῦσιν — λαιμοτομέω cut the throat of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) λαιμοτομέω cut the throat of pres ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτομεῖν — λαιμοτομέω cut the throat of pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτομηθείσης — λαιμοτομέω cut the throat of aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτομοῦντες — λαιμοτομέω cut the throat of pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτομῆσαι — λαιμοτομέω cut the throat of aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμησαν — λαιμοτομέω cut the throat of aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιμοτόμει — λαιμοτομέω cut the throat of imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιμοτόμησεν — λαιμοτομέω cut the throat of aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτομήσας — λαιμοτομήσᾱς , λαιμοτομέω cut the throat of aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»